Ιταλός συνθέτης και ο διασημότερος βιολονίστας όλων των εποχών. Υπήρξε η πρώτη μουσική προσωπικότητα που οι στάσεις και οι συμπεριφορές του παρέπεμπαν σε ροκ σταρ της εποχή μας.
Το 1797, συνοδευόμενος από τον πατέρα του, περιόδευσε στη Λομβαρδία και άρχισε να χτίζει τη φήμη του. Σύντομα, εγκατέλειψε την πατρική οικία και άρχισε να ζει μία άσωτη ζωή. Για να ξεπληρώσει τα χρέη του από τη χαρτοπαιξία έβαλε ενέχυρο το βιολί του. Τότε, ένας έμπορος του δάνεισε ένα «Γκουαρνέρι» για να παίξει σε ένα κοντσέρτο, αλλά μόλις τον άκουσε του τα χάρισε. Αν εξαιρέσουμε τα τρία χρόνια που διετέλεσε μουσικός στην υπηρεσία της αδελφής του Ναπολέοντα, Ελίζα Βοναπάρτη (1805-1808), ο Παγκανίνι πέρασε ολόκληρη τη ζωή του ως ανεξάρτητος μουσικός.
Ανάμεσα στο 1801 και το 1807 έγραψε τα περίφημα «24 Καπρίτσια» για σόλο βιολί. Το τελευταίο από αυτά με τίτλο «Tema Quasi Presto-Variazioni-Finale» ενέπνευσε έργα των Λιστ, Σούμαν, Μπραμς και Ραχμάνινοφ. Από το 1815 έως το 1816 συνέθεσε το «Κοντσέρτο για βιολί και Ορχήστρα σε ρε μείζονα», το πρώτο από τα έξι κοντσέρτα που έγραψε. Τα έργα του απαιτούσαν ευρεία χρήση πιτσικάτο και αρμονικών, νέες μεθόδους δαχτυλισμών, ακόμη και κουρδίσματος. Αξίζει να αναφέρουμε κυρίως τα περάσματα με διπλές και τριπλές, τα άλματα οκτάβας, τα γρήγορα και χρωματικά στακάτι, καθώς και την τεχνική του ρικοσέ, που συνίσταται στην ελαστική αναπήδηση του δοξαριού πάνω στη χορδή.
Ο Παγκανίνι έφερε επανάσταση στην τεχνική της ερμηνείας του βιολιού, στο πλαίσιο του κινήματος του Ρομαντισμού και επηρέασε βαθύτατα πολλούς άλλους συνθέτες, όπως οι Λιστ, Μπραμς και Σούμαν και βιρτουόζους όπως ο Πάμπλο Σαρασάτε και Εζέν Ιζαί. Έγραψε τα έργα για βιολί μόνο για τον εαυτό του. Δεν ήθελε η μουσική του να βρίσκεται στη διάθεση άλλων ερμηνευτών. Ωστόσο, επέτρεψε την έκδοση των «24 Καπρίτσιων», επειδή πίστευε ότι ήταν τόσο δύσκολα, που κανείς άλλος βιολονίστας, εκτός από τον ίδιο, δεν θα μπορούσε να τα ερμηνεύσει.
Όμως, η κύρια απασχόλησή του ήταν οι συναυλίες. Αφού πρώτα καταγοήτευσε την Ιταλία, μετέφερε τη δράση του στη Βιέννη και τη Γερμανία. Η απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, σε συνδυασμό με την απόκοσμη όψη του, τη φλογερή φύση και τις ερωτικές του περιπέτειες, έπλασαν γύρω του τον μύθο του ανθρώπου που κυριαρχείται από δαιμονικές δυνάμεις. Η φήμη αυτή διαδόθηκε τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να υποστηρίξει δημοσίως και με ντοκουμέντα ότι δεν είναι γιος του Διαβόλου, αλλά οι γονείς του είναι κοινοί θνητοί.
Τα ρεσιτάλ του στα μεγάλα μουσικά κέντρα της Ευρώπης θύμιζαν πολύ συναυλίες των Beatles. Όπως έγραφε στον Γκαίτε ένας φίλος του, «με τις άτιμες τις συναυλίες του ο Παγκανίνι τρέλαινε άνδρες και γυναίκες». Ο ίδιος ο Γκαίτε τον παρομοίαζε ως «στήλη από φλόγες και σύννεφα». Είχε μοναδική σκηνική παρουσία για τα δεδομένα της κλασσικής μουσικής. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί τεχνάσματα, όπως το να σπάζει τάχα κατά λάθος τις χορδές του βιολιού του και να συνεχίζει με τη μία την εκτέλεση του έργου, για να κερδίσει τον θαυμασμό και το χειροκρότημα του κόσμου.
Η έλξη που ασκούσε στο κοινό ήταν τέτοια, ώστε τα εισιτήρια για τις εμφανίσεις του να πωλούνται στη μαύρη αγορά και σε τιμές διπλάσιες της κανονικής. Φυσικό ήταν να αποκτήσει μεγάλη περιουσία και ως λάτρης του τζόγου να επενδύσει σε καζίνο. Όμως, μία ακόμη φήμη τον ακολουθούσε: αυτή του άπληστου και του τσιγκούνη. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο βοήθησε τον Μπερλιόζ με 20.000 φράγκα το 1838, αλλά πάντοτε υποστήριζε τους συγγενείς του, συμπεριλαμβανομένου και του γιου του Ακίλε, που απέκτησε με την τραγουδίστρια Αντόνια Μπιάνκι.
Ο Παγκανίνι προσβλήθηκε από σύφιλη και τα τελευταία χρόνια της ζωής του αναζήτησε καταφύγιο στο γλυκό κλίμα της Νότιας Γαλλίας. Πέθανε από καρκίνο του λάρυγγα στη Νίκαια στις 27 Μαΐου 1840. Η ζωή του παρουσιάζει και σήμερα πολλά ανεξιχνίαστα κενά, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των βιογράφων του. Απρόβλεπτος άνθρωπος και σπουδαίος καλλιτέχνης, ο Παγκανίνι εξακολουθεί να είναι αυτό που ήταν: ένας θρύλος.