Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκεπεντασύλλαβους).
Σύγχρονος του Σολωμού, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο από μητέρα αρχοντοπούλα (την Ανδριανή Ρουκάνη) και από πατέρα μικροαστό και τυχοδιώκτη (τον Τζανέτο η Ιωάννη Κάλβο, πρώην ανθυπολοχαγό του ενετικού μισθοφορικού στρατού). Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, και εγκαταλείπει τη σύζυγο του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας, γεγονός που παρέχει στον Κάλβο δυνατότητες μόρφωσης και φιλομαθής καθώς είναι, πραγματοποιεί τις πρώτες επαφές του με τα ελληνικά γράμματα και την κλασική ελληνική και λατινική αρχαιότητα.
Στο Λιβόρνο γράφει ο Κάλβος και το πρώτο του έργο, τον Ύμνο στον Ναπολέοντα, κείμενο προτρεπτικό αντιπολεμικό, που αργότερα αποκηρύσσει (κι έτσι γνωρίζουμε την ύπαρξη του, μιά που το ίδιο δεν σώζεται). Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει για λίγους μήνες στην Πίζα, όπου εργάζεται ως γραμματέας και αμέσως μετά πηγαίνει στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά ταξιδέυοντας για τις δουλειές του. Το 1812 σημαδεύεται από τον θάνατο του πατέρα του και την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κάμψη που γνωρίζει αλλά παράλληλα και από την γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τις τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους, σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το 1816, όταν μαθαίνει και για το θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον συγκλονίζει, όπως φαίνεται στην ωδή του Εις θάνατον. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει, από το 1814, και την Ωδή εις Ιονίους.
Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι καταφεύγουν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας αμφοτέρων διαλύει τη φιλία τους. Ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζειν παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών και μεταφράζοντας στα ιταλικά και ελληνικά επί χρήμασι θρησκευτικά βιβλία, των οποίων τον απόηχο βρίσκουμε στις Ωδές του. Στα 1818-19 δίνει διαλέξεις με θέμα την σωστή προφορά των αρχαίων, οι οποίες προκαλούν αίσθηση. Συντάσσει και εκδίδει μια Νεοελληνική Γραμματική, μια τετράτομη Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών (στον τρίτο τόμο της οποίας τυπώνει τις Δαναΐδες) και ασχολείται με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού.
Το Μάιο του 1819 παντρεύεται την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Αποτυχημένη είναι και η ταυτόχρονη ερωτική του σχέση με την μαθήτρια του Σούζαν Ριντού. Τότε πιθανολογείται και μιά απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820). Στις αρχές του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.
Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης εκδίδει το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία έργου του, τη Λύρα, μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται και στα γαλλικά και βρίσκουν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα Λυρικά.
Στο τέλος του Ιουλίου του 1826 πηγαίνει στο Ναύπλιο. Απογοητεύεται όμως από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για εκείνον και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836 ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Στο δύστροπο του χαρακτήρα του, αλλά και στο ότι ποτέ δεν αναγνωρίστηκε στην πατρίδα του ίσως οφείλεται και το ότι, παρά τη συνύπαρξη του στο νησί όλα αυτά τα χρόνια με τον Σολωμό, δεν φαίνεται να είχαν ποτέ προσωπική γνωριμία.
Στο τέλος του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και εγκαθίσταται στο Louth της Αγγλίας, όπου ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται την Charlotte Wadans και διδάσκει στο παρθεναγωγείο της μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 3 Νοεμβρίου του 1869.