Ο Ακίρα Κουροσάβα ήταν Ιάπωνας σκηνοθέτης. Επηρέασε με τις ταινίες του μιαν ολόκληρη γενιά Δυτικών σκηνοθετών, από τον Σέρτζιο Λεόνε ως τον Τζορτζ Λούκας.
Ο Ακίρα Κουροσάβα είναι αναμφίβολα ο γνωστότερος στην Δύση Ιάπωνας σκηνοθέτης. Κατά την διάρκεια της ζωής του γύρισε περισσότερα από 30 φιλμ. Μερικά από αυτά τιμήθηκαν και με διεθνή βραβεία, όπως ο Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία "Rashômon", και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία "Kagemusha".
Ο Ακίρα Κουροσάβα γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 στην Ομόρι (Τόκιο), τελευταίο των οκτώ παιδιών του Ισαμού (Isamu) και της Σίμα (Shima) Κουροσάβα. Αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο (Yamamoto Kajirô), που δούλευε σε μια γιαπωνεζική εταιρεία παραγωγής ταινιών. Σε τούτην την εταιρεία ο Κουροσάβα γυρίζει το πρώτο του φιλμ: "Σουγκάτα Σανσίρο" (Sugata Sanshiirô) (1943), μια διασκεδαστική ταινία για την ιστορία του τζούντο. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα παράγει ταινίες πιό απλές κι εμπορικές, όπως η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο (1945), οι οποίες γεννιούνται υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, που λογοκρίνει αυστηρά ολόκληρη την πνευματική δημιουργία της εποχής και ευνοεί κυρίως την παραγωγή λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων με πατριωτικό περιεχόμενο. Η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο είναι, εξ αιτίας τούτης της πίεσης εκ μέρους της κυβέρνησης, ενα πατριωτικό φιλμ που σκοπεύει να δείξει στο κοινό την υπεροχή της ιαπωνεζικής πολεμικής τέχνης (τζούντο) απέναντι σ'εκείνη των εχθρών των Ιαπώνων, των Αμερικανών (μποξ). Για τον Κουροσάβα, που συμπορευόταν με την αριστερά, η οποία στην Ιαπωνία της δεκαετίας του '20 είχε παίξει μεγάλο ρόλο κυρίως για την νεα γενιά, η εμπειρία της αντίδρασης εκ μερους των συντηρητικών τάξεων και ομάδων της Ιαπωνίας, της έλλειψης ελευθερίας και του πολέμου υπήρξε σημαντικότατη.
Το πρώτο φιλμ που γύρισε μετά τον πόλεμο, "Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας" (1946), είχε σαν θέμα την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην "πτώση του Τακικάβα", που έλαβε χώρο το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, δηλαδή γιατί φαινόταν να υποστηρίζει την αριστερά και τα κινήματα των φοιτητών. Η ταινία του Κουροσάβα διηγόταν την ιστορία του φοιτητή Νογκέ και της Ιούκιε, της θυγατέρας του πρύτανη του πανεπιστημίου Κιότο. Ο Νόγκε ανήκει στο αριστερό κίνημα φοιτητών και επιδιώκει να σώσει το πανεπιστήμιο απο την προσπάθεια της κυβέρνησις να εμποδίσει την ελευθερία λόγου, ώστε να ελέγχει έτσι την κοινή γνώμη. Οι φοιτητές διαμαρτύρονται και αντιστέκονται. Ενώ ο Νόγκε παλεύει, η κόρη του πρύτανη Ιούκιε ζει αγνοώντας τέτοια ζητήματα· είναι ένα κορίτσι τολμηρό, χωρίς κριτική συνείδηση για το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς της Ιαπωνίας. Μια ημέρα, ο Νόγκε την κατηγορεί για τη συμπεριφορά της, λέγοντας ότι ζει σ' έναν κοσμο μακριά από την πραγματικότητα. Η Ιούκιε πληγώνεται από τούτα τα λόγια, αλλά καταλαβαίνει οτι ο Νόγκε έχει δίκιο. Ο Νόγκε εν τω μεταξύ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, ενώ οι άλλοι φοιτητές σταματούν τις διαμαρτυρίες τους από φόβο μήπως εκδιωχθούν απο το πανεπιστήμιο. Η αντίδραση, οι συντηρητικές δυνάμεις επικρατούν, οι πολίτες δεν έχουν το θάρρος να αντισταθούν στην πίεση της οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Οταν μετά τρια χρόνια ο Νόγκε ελευθερώνεται, προσποιείται οτι παράτησε την αντίστασή του κατά της κυβέρνησης και της πολιτικής της και ιδρύει μιαν εφημερίδα, αλλά εξακολουθεί να παλεύει κατά του ιμπεριαλισμού και της δικτατορίας κρυφά, παράνομα. Η Ιούκιε, που ήδη πριν τρία χρόνια τον είχε ερωτευτεί, πηγαίνει σε αυτόν, και οι δυο αρχίζουν να ζουν μαζί. Μιαν ημέρα ο Νογκε όμως συλλαμβάνεται, αφού η δραστηριότητά του ανακαλύφθηκε, και δολοφονείται στην φυλακή από την αστυνομία. Ο Νόγκε ανακηρύσσεται "προδότης της πατρίδας". Μονο η Ιούκιε θα μείνει στο μέρος του, προσπαθώντας να ζει έτσι "ώστε να μην λυπάται τίποτε απο την ζωή της". Μονο μετά τον πόλεμο, μετά τούτη την μεγάλη καταστροφή, θα αναγνωρισθεί επισήμως το μήνυμα που ο Νόγκε ειχε αναγγείλει, και θα θεωρηθεί υπόδειγμα για τη νεολαία.
Τα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα γύρισε το αριστούργημα "Ο μεθυσμένος άγγελος" (1948) και την ταινία που του επέφερε διεθνή εκτίμηση και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη: "Ρασομόν" (1950), στο οποίο απονεμήθηκε ο "Χρυσός Λέων" στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας του 1951. Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της αλήθειας, της ανάμνησης και της πραγματικότητας. Άλλες γνωστές ταινίες του Κουροσάβα είναι οι Επτά Σαμουράι, Όνειρα, Γιοτζίμπο, Ραψωδία τον Αύγουστο, Καγκεμούσα.