Οι Βομβαρδισμοί της Δρέσδης

Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα συμβάντα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι βομβαρδισμοί κατά μεγάλων γερμανικών πόλεων αποφασίστηκαν από τους συμμάχους στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Αστραπόβροντο», προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση της ναζιστικής Γερμανίας και να ενισχυθούν οι επιθετικές ενέργειες των Σοβιετικών στο Ανατολικό Μέτωπο.
Από τις 13 έως τις 15 Φεβρουαρίου 1945, 1.100 αμερικανικά και βρεττανικά αεροπλάνα άδειασαν πάνω από 4.000 τόνους εμπρηστικών και εκρηκτικών βομβών, ισοπεδώνοντας στην κυριολεξία τη Δρέσδη. Το 88% των κτιρίων της καταστράφηκαν, ενώ υπολογίζεται ότι πάνω από 35.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους. Ο αναθεωρητής ιστορικός Ντέιβιντ Ίρβινγκ ανεβάζει τους νεκρούς σε 135.000.


Η ναζιστική προπαγάνδα μίλησε για έγκλημα πολέμου και προσπάθησε να κερδίσει την παγκόσμια συμπάθεια, σε μια περίοδο που ήταν εμφανές ότι έχανε τον πόλεμο. Ανάλογη άποψη εξέφρασαν μετά τον πόλεμο και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι απ' όλο το πολιτικό φάσμα, όπως ο νομπελίστας συγγραφέας Γκίντερ Γκρας και οι βρετανοί Σάιμον Τζένκινς, διευθυντής των Τάιμς του Λονδίνου, και Κρίστοφερ Χίτσενς, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Υποστήριξαν ότι η Δρέσδη, μία πόλη με έντονη πνευματική κίνηση και λαμπρά μνημεία, δεν είχε στρατιωτικούς στόχους για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των συμμαχικών αεροπλάνων.
Οι αγγλοαμερικανοί αντέτειναν ότι οι βομβαρδισμοί ήταν μια απολύτως δικαιολογημένη ενέργεια, καθότι στην πόλη υπήρχαν όχι μόνο στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και βιομηχανίες, που προμήθευαν τη στρατιωτική μηχανή των Ναζί. Κι επειδή η ιστορία γράφεται από τους νικητές, ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν απασχόλησε κανένα διεθνές δικαστήριο κι εξακολουθεί και σήμερα να διχάζει τους ιστορικούς για τη νομιμότητά του.