Τον κρύο χειμώνα του 1692, στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης, δύο κορίτσια, η κόρη του αιδεσιμότατου Σάμιουελ Πάρις, Μπέτι, και η κηδεμονευομένη του, Άμπιγκειλ Ουίλιαμς, άρχισαν να παρουσιάζουν περίεργη συμπεριφορά. Μιλούσαν παράξενα, κρύβονταν κάτω από πράγματα και σέρνονταν στο πάτωμα. Κανένας γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει τα συμπτώματα, μέχρι που ένας εξ αυτών απεφάνθη στις 8 Φεβρουαρίου ότι τα κορίτσια ήταν δαιμονισμένα. Έτσι ο πάτερ Σάμιουελ και άλλοι ευλαβείς συμπολίτες του άρχισαν να πιέζουν τα δύο κορίτσια -και άλλα παιδιά που αργότερα παρουσίασαν ανάλογη συμπεριφορά- να κατονομάσουν τους ανθρώπους που τους οδήγησαν στα μονοπάτια του διαβόλου.
Οι τρεις πρώτες γυναίκες που κατηγορήθηκαν ήταν η Σάρα Γκουντ, η Σάρα Όσμπορν και η Τιτούμπα. Η Σάρα Γκουντ ήταν επαίτης, κόρη ενός γάλλου ξενοδόχου, που αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν έφηβη ακόμα. Η Σάρα Όσμπορν ήταν μία κατάκοιτη ηλικιωμένη γυναίκα, που άρπαξε την περιουσία του πρώτου συζύγου της από τα παιδιά του και την έδωσε στον δεύτερο σύζυγό της. Η Τιτούμπα ήταν η ινδιάνα σκλάβα του αιδεσιμότατου Σάμιουελ Πάρις.
Οι τρεις αυτές γυναίκες κατηγορήθηκαν για μαγεία και την 1η Μαρτίου οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ακολούθησαν δεκάδες ακόμα, και καθώς οι φυλακές του Σάλεμ, της Βοστόνης και των γύρω περιοχών γέμιζαν σιγά - σιγά, προέκυψε ένα νέο πρόβλημα: Λόγω της έλλειψης νομοθετικού πλαισίου, όλοι αυτοί οι κρατούμενοι δεν ήταν δυνατόν να δικαστούν. Τη λύση έδωσε στα τέλη Μαΐου ο βασιλικός κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, σερ Ουίλιαμ Φιπς, αποφασίζοντας τη συγκρότηση ενός ειδικού δικαστηρίου για την περίπτωση. Στο μεταξύ, η Σάρα Όσμπορν είχε πεθάνει, η Σάρα Γκουντ είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι, ενώ ο αριθμός των υπόδικων είχε φτάσει τους 80, πολλοί από τους οποίους είχαν αρρωστήσει.
Με συνοπτικές διαδικασίες, όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Μόνο όσοι παραδέχτηκαν την ενοχή τους και κατέδωσαν άλλους, γλίτωσαν την εκτέλεση. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού απαγχονίστηκαν συνολικά 19 άτομα, μεταξύ των οποίων ένας σεβαστός υπουργός κι ένας πρώην αστυνομικός που αρνήθηκε να συνεχίσει τις συλλήψεις υποτιθέμενων μαγισσών. Από αυτούς, μόνον οι έξι ήταν άνδρες.
Οι δίκες μαγισσών είχαν σημαντικές επιπτώσεις σ' όλη την περιοχή. Οι σοδειές αφέθηκαν στα χωράφια και τα ζώα χωρίς φροντίδα, όσοι φοβούνταν μήπως συλληφθούν εγκατέλειψαν την περιοχή με τα υπάρχοντά τους και κατέφυγαν στη Νέα Υόρκη, το εμπόριο οπισθοδρόμησε, ενώ υπήρχαν και πληροφορίες ότι οι Ινδιάνοι ετοιμάζονταν να εξεγερθούν.
Οι δίκες σταμάτησαν στις 3 Οκτωβρίου του 1692, με απόφαση του κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, μετά από έφεση ομάδας κληρικών από τη Βοστόνη. Ωστόσο, όσοι είχαν ήδη φυλακιστεί δεν αφέθηκαν ελεύθεροι πριν από την επόμενη άνοιξη.