Η ιστορία του τζιν -ενός κατεξοχήν αμερικάνικου ενδύματος- είναι περίπου τόσο παλιά, όσο κι αυτή της ίδιας της Αμερικής. Από μία εκδοχή του συγκεκριμένου υφάσματος ήταν κατασκευασμένα τα πανιά στις καραβέλες «Νίνα», «Πίντα» και «Σάντα Μαρία», με τις οποίες έφτασε το 1492 στον Νέο Κόσμο ο Χριστόφορος Κολόμβος.
Περίπου τρεισήμισι αιώνες αργότερα, το 1850, ένας 20χρονος βαυαρός μετανάστης, ο Λιβάι Στρος, ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια, ακολουθώντας το ρεύμα των χρυσοθήρων. Πωλούσε το ανθεκτικό καραβόπανο, που είχε χρησιμοποιήσει ο Κολόμβος, για την κατασκευή σκηνών και σκεπάστρων για τα βαγονέτα. Αυτό που χρειάζονταν, όμως, περισσότερο οι χρυσοθήρες ήταν ρούχα που να αντέχουν στις δοκιμασίες της Άγριας Δύσης.
Έτσι, ο Στρος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το ύφασμά του για να φτιάξει ανθεκτικά παντελόνια, τα οποία έγιναν ανάρπαστα. Λόγο της γενοβέζικης καταγωγής τους -«τζένοαν» για τους αμερικανούς- ονομάστηκαν «τζινς». Σύντομα, όμως, οι χρυσοθήρες άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι το σκληρό καραβόπανο τους προκαλούσε διάφορους ερεθισμούς. Για το λόγο αυτό, ο Στρος αποφάσισε να αντικαταστήσει το ύφασμα με ένα γαλλικό βαμβακερό, διαγώνιας ύφανσης, το οποίο ονομαζόταν «Serge de Nimes» κι έγινε γνωστό ως «ντένιμ» - δίμιτο στα ελληνικά.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι εργάτες στα ορυχεία ήταν ότι οι τσέπες τους σκίζονταν εύκολα. Τη λύση σκέφτηκε ένας πελάτης του Στρος, ο Τζέικομπ Ντέιβις, και δεν ήταν άλλη από τις μεταλλικές κόπιτσες που φέρουν και τα σημερινά τζινς. Όμως, δεν διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για να κατοχυρώσει την ιδέα του. Πρότεινε, λοιπόν, στον Λιβάι Στρος να πληρώσει εκείνος για την πατέντα και να μοιραστούν τα κέρδη από την εμπορική εκμετάλλευσή της. Το πρώτο παντελόνι με κόπιτσες πωλήθηκε στις 20 Μαΐου του 1874.
Τα πρώτα τζιν, έως τις αρχές του 1860, ήταν μπεζ, αλλά ήδη είχαν τον κωδικό «501». Τότε ήταν που κυριάρχησε το μπλε, καθώς είναι το χρώμα που λερώνεται λιγότερο. Η δερμάτινη ετικέτα, που απεικονίζει δύο άλογα να τραβούν ένα τζιν, προστέθηκε στο πίσω μέρος του παντελονιού το 1886. Η εταιρία «Levi Strauss & Co», η οποία είχε ιδρυθεί από το 1853, χρησιμοποίησε αυτή την παράσταση για να διαφημίσει την ανθεκτικότητα των προϊόντων της.
Μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το τζιν παρέμεινε ένα ρούχο εργασίας. Στη δεκαετία του '50 η εξέγερση των νέων ενάντια στον κοινωνικό κομφορμισμό έφερε τη μαζική εξάπλωσή του. Μία έρευνα το 1958 στις Η.Π.Α. αποκάλυπτε ότι το 90% των νέων φορούσε το τζιν σε όλες τις περιστάσεις. Ανάλογη πορεία ακολούθησε και στην Ευρώπη, ενώ το 1970 αποτέλεσε τη νέα πρόταση στις παριζιάνικες πασαρέλες από τον γάλλο σχεδιαστή μόδας Υβ Σεν Λοράν.
Περίπου τρεισήμισι αιώνες αργότερα, το 1850, ένας 20χρονος βαυαρός μετανάστης, ο Λιβάι Στρος, ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια, ακολουθώντας το ρεύμα των χρυσοθήρων. Πωλούσε το ανθεκτικό καραβόπανο, που είχε χρησιμοποιήσει ο Κολόμβος, για την κατασκευή σκηνών και σκεπάστρων για τα βαγονέτα. Αυτό που χρειάζονταν, όμως, περισσότερο οι χρυσοθήρες ήταν ρούχα που να αντέχουν στις δοκιμασίες της Άγριας Δύσης.
Έτσι, ο Στρος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το ύφασμά του για να φτιάξει ανθεκτικά παντελόνια, τα οποία έγιναν ανάρπαστα. Λόγο της γενοβέζικης καταγωγής τους -«τζένοαν» για τους αμερικανούς- ονομάστηκαν «τζινς». Σύντομα, όμως, οι χρυσοθήρες άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι το σκληρό καραβόπανο τους προκαλούσε διάφορους ερεθισμούς. Για το λόγο αυτό, ο Στρος αποφάσισε να αντικαταστήσει το ύφασμα με ένα γαλλικό βαμβακερό, διαγώνιας ύφανσης, το οποίο ονομαζόταν «Serge de Nimes» κι έγινε γνωστό ως «ντένιμ» - δίμιτο στα ελληνικά.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι εργάτες στα ορυχεία ήταν ότι οι τσέπες τους σκίζονταν εύκολα. Τη λύση σκέφτηκε ένας πελάτης του Στρος, ο Τζέικομπ Ντέιβις, και δεν ήταν άλλη από τις μεταλλικές κόπιτσες που φέρουν και τα σημερινά τζινς. Όμως, δεν διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για να κατοχυρώσει την ιδέα του. Πρότεινε, λοιπόν, στον Λιβάι Στρος να πληρώσει εκείνος για την πατέντα και να μοιραστούν τα κέρδη από την εμπορική εκμετάλλευσή της. Το πρώτο παντελόνι με κόπιτσες πωλήθηκε στις 20 Μαΐου του 1874.
Τα πρώτα τζιν, έως τις αρχές του 1860, ήταν μπεζ, αλλά ήδη είχαν τον κωδικό «501». Τότε ήταν που κυριάρχησε το μπλε, καθώς είναι το χρώμα που λερώνεται λιγότερο. Η δερμάτινη ετικέτα, που απεικονίζει δύο άλογα να τραβούν ένα τζιν, προστέθηκε στο πίσω μέρος του παντελονιού το 1886. Η εταιρία «Levi Strauss & Co», η οποία είχε ιδρυθεί από το 1853, χρησιμοποίησε αυτή την παράσταση για να διαφημίσει την ανθεκτικότητα των προϊόντων της.
Μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το τζιν παρέμεινε ένα ρούχο εργασίας. Στη δεκαετία του '50 η εξέγερση των νέων ενάντια στον κοινωνικό κομφορμισμό έφερε τη μαζική εξάπλωσή του. Μία έρευνα το 1958 στις Η.Π.Α. αποκάλυπτε ότι το 90% των νέων φορούσε το τζιν σε όλες τις περιστάσεις. Ανάλογη πορεία ακολούθησε και στην Ευρώπη, ενώ το 1970 αποτέλεσε τη νέα πρόταση στις παριζιάνικες πασαρέλες από τον γάλλο σχεδιαστή μόδας Υβ Σεν Λοράν.